
ΨΩΡΙΑΣΗ
Γεώργιος Ι. Μπανταβάνης
Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Πατρών
Η ψωρίαση είναι μια συχνή χρόνια φλεγμονώδης, αυτοάνοση δερματοπάθεια, ήδη γνωστή από τα κείμενα του Ιπποκράτη και του Κέλσου. Προσβάλλει ποσοστό 1,5 – 5% του γενικού πληθυσμού και αποτελεί ένα σημαντικό ιατρικό και κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα. Τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί σημαντικές εξελίξεις στην θεραπευτική της νόσου, οι οποίες έχουν βελτιώσει σημαντικά το επίπεδο ζωής των ασθενών.
Η ψωρίαση χαρακτηρίζεται κλινικά από την παρουσία ασυμπτωματικών ή ήπια κνησμωδών ερυθρών λεπιδωδών βλατίδων που συρρέουν σε πλάκες διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, οι οποίες ξεχωρίζουν σαφώς από το υγιές δέρμα. Τα λέπια των ψωριασικών πλακών είναι ασημόχρoα, παχιά, ξηρά και εύθρυπτα. Συνηθέστερες θέσεις εντοπίσεως είναι τα γόνατα, οι αγκώνες, το τριχωτό της κεφαλής, οι παλάμες, τα πέλματα, τα γεννητικά όργανα, οι πτυχές και τα νύχια. Ανάλογα με την μορφολογία των αλλοιώσεων η ψωρίαση διακρίνεται στην κοινή (κατά πλάκας) ψωρίαση, στην δακτυλιοειδή, στην πεταλιδοειδή και στη σταγονοειδή, ενώ ιδιαίτεροι και εξαιρετικά σημαντικοί τύποι ψωριάσεως είναι: α) η ερυθροδερμική, η οποία χαρακτηρίζεται από πολλαπλές ερυθηματολεπιδώδεις πλάκες που καλύπτουν σχεδόν όλη την επιφάνεια του σώματος με συνοδό πυρετό, ρίγος, κνησμό, λεμφαδενοπάθεια, αφυδάτωση και σημαντική απώλεια σιδήρου και πρωτεϊνών και β) η φλυκταινώδης που χαρακτηρίζεται από την παρουσία στείρων φλυκταινιδίων επί ερυθηματώδους ή ερυθηματολεπιδώδους βάσεως και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να γενικευθεί με συνοδά συστηματικά συμπτώματα και βαρύτατη κλινική εικόνα. Εκτός του δέρματος η ψωρίαση είναι δυνατόν να προσβάλλει τις αρθρώσεις (αρθροπαθητική ψωρίαση), το ήπαρ, το καρδιαγγειακό σύστημα (τριπλάσια συχνότητα καρδιαγγειακών νοσημάτων) και τους οφθαλμούς.
Η ψωρίαση παρουσιάζει χρόνια πορεία με υφέσεις και εξάρσεις. Οι τελευταίες συχνά αποδίδονται στους εξής εκλυτικούς παράγοντες: α) τραυματισμό του δέρματος από φυσικούς, χημικούς, λοιμώδεις ή ανοσολογικούς παράγοντες, β) λοιμώξεις, γ) ορμονικές και μεταβολικές διαταραχές, δ) λήψη φαρμάκων όπως ανθελονοσιακά, β-αναστολείς, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, λίθιο, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, ε) απότομη διακοπή χορήγησης στεροειδών, στ) κατάχρηση καπνού και αλκοόλ, ζ) ψυχικό stress, η) κλιματολογικές μεταβολές (επιδείνωση τον χειμώνα).
Η αιτιοπαθογένεια της νόσου δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένη. Η ψωρίαση χαρακτηρίζεται από την εκδήλωση σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα υπέρμετρης μιτωτικής δραστηριότητας (πολλαπλασιασμό) των κυττάρων της επιδερμίδας, παραγωγή παθολογικών κερατινών, φλεγμονώδη διήθηση του δέρματος από λευκοκύτταρα και παραγωγή από αυτά κυτταροκινών και άλλων μεσολαβητών οι οποίοι ενεργοποιούν φλεγμονώδη μονοπάτια όπως αυτά του TNFα και της IL-23/IL-17.
Σε ότι αφορά την αντιμετώπιση της ψωριάσεως απαραίτητη είναι η συνεχής αποφυγή των εκλυτικών παραγόντων που ήδη αναφέρθηκαν. Η αύξηση των γνώσεων σχετικά με την παθογένεια της νόσου και ειδικότερα την αυτοάνοση φύση αυτής επέτρεψε την εισαγωγή τοπικών και συστηματικών θεραπειών σαφώς προσανατολισμένων στην ρύθμιση των διαταραχών του πολλαπλασιασμού και της διαφοροποιήσεως της ψωριασικής επιδερμίδας καθώς και των συνοδών ανοσολογικών διαταραχών.
Τα τοπικά αντιψωριασικά φάρμακα περιλαμβάνουν κερατολυτικές ουσίες κορτικοστεροειδή, ανθραλίνη, πισσούχα σκευάσματα, συνθετικά ανάλογα βιταμίνης D3, ρετινοειδή κ.α. Η συστηματική θεραπεία (χάπια ή ενέσεις) περιλαμβάνει την από του στόματος χορήγηση ασιτρετίνης, κυκλοσπορίνης, μεθοτρεξάτης, απρεμιλάστης και ενέσιμων βιολογικών τροποποιητών. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί φωτοθεραπεία και φωτοχημειοθεραπεία.
Το είδος της συστηματικής ή τοπικής θεραπείας που θα χορηγηθεί εξατομικεύεται και εξαρτάται από τον τύπο της ψωριάσεως, την έκταση των βλαβών, το ιστορικό προηγουμένων θεραπειών και από τυχόν συνυπάρχοντα ιατρικά προβλήματα του ασθενούς. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα φάρμακα που χορηγούνται για την συστηματική θεραπεία της ψωρίασης απαιτούν στενή παρακολούθηση του ασθενούς από τον δερματολόγο και τακτική διενέργεια αιματολογικών ή άλλων εξετάσεων.
Αν και η ψωρίαση ως γενετικά καθορισμένη νόσος δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί οριστικά, τουλάχιστον έως ότου η πλήρης αποσαφήνιση της παθογένειάς της προσφέρει τη δυνατότητα για την ανάπτυξη γονιδιακής θεραπείας, υπάρχει πλέον στη διάθεση του σύγχρονου δερματολόγου σημαντικός αριθμός συστηματικών και τοπικών φαρμακευτικών παραγόντων, η σωστή χρήση των οποίων μπορεί να επιφέρει ταχεία υποχώρηση των βλαβών και μακροχρόνιες περιόδους υφέσεως. Η συνεχιζόμενη έντονη ερευνητική δραστηριότητα δίνει σημαντικές ελπίδες για την ανάπτυξη ακόμη πιο αποτελεσματικών και ασφαλών θεραπειών για την ψωρίαση στο άμεσο μέλλον.